- σωσσόνι
- το, Νβλ. σοσόνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοσόνι — και σπάν. τ. σωσσόνι, το, Ν 1. είδος υποδήματος 2. κοντή, συνήθως μάλλινη, πλεχτή κάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chausson «παντόφλα» (< ρ. chausser «φορώ παπούτσια» < λατ. calceus «παπούτσι»)] … Dictionary of Greek